Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
abundant /əˈbʌn.dənt/ = ADJECTIVE: άφθονος; USER: άφθονος, άφθονη, άφθονα, άφθονο, πλούσια

GT GD C H L M O
academic /ˌæk.əˈdem.ɪk/ = ADJECTIVE: ακαδημαϊκός; USER: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά

GT GD C H L M O
adapted /əˈdæpt/ = VERB: προσαρμόζω; USER: προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμόζονται, προσαρμοστεί

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
advise /ədˈvaɪz/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω; USER: συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύουν, συμβουλές, συμβουλεύσει

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
algorithms /ˈalgəˌriT͟Həm/ = NOUN: αλγόριθμος; USER: αλγόριθμοι, αλγορίθμων, αλγορίθμους, αλγόριθμους, αλγόριθμων

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
analogies /əˈnæl.ə.dʒi/ = NOUN: αναλογία; USER: αναλογίες, αναλογιών, αναλογίες που, αντιστοιχίες, τις αναλογίες

GT GD C H L M O
analyse /ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω; USER: αναλύσει, ανάλυση, αναλύσουν, αναλύουν, αναλύει

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
answers /ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση; VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απαντήσεις, απαντήσεων, τις απαντήσεις, απαντήσεις που, απάντηση, απάντηση

GT GD C H L M O
apple /ˈæp.l̩/ = NOUN: μήλο, κόρη οφθαλμού; USER: μήλο, μήλου, της Apple, μήλων, apple

GT GD C H L M O
applied /əˈplaɪd/ = ADJECTIVE: εφαρμοσμένος; USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, εφαρμοστεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
apply /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
ask /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από

GT GD C H L M O
associated /əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
assumptions /əˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: υπόθεση, ανάληψη, αξίωση, κοίμησις, κοίμηση της θεοτόκου; USER: υποθέσεις, παραδοχές, παραδοχών, υποθέσεων, παραδοχές που

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
awaken /əˈweɪ.kən/ = VERB: αφυπνίζω, ξυπνώ; USER: αφυπνίσει, ξυπνήσει, ξυπνήσουμε, ξυπνούν, αφυπνίσουμε

GT GD C H L M O
away /əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά; NOUN: απών; USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει

GT GD C H L M O
bags /bæɡ/ = NOUN: τσάντα, σακούλα, σάκος, σακκούλα, σάκκος, ταγάρι; VERB: θέτω εντός σακούλας, σακουλιάζω; USER: τσάντες, σακούλες, σάκοι, σάκους, σάκων

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
basic /ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης; USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
beast /biːst/ = NOUN: θηρίο, κτήνος, ζωάκι; USER: θηρίο, κτήνος, θηρίου, τέρας, κτήνους

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
behaviour /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
bell /bel/ = NOUN: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνοστοιχία; VERB: βρυχάζω; USER: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, Bell, καμπάνας

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
big /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός; USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα

GT GD C H L M O
blade /bleɪd/ = NOUN: λεπίδα, πτερύγιο, ξίφος, λογχοειδές φύλλο, παλάμη κουπίου, λεβεντόπαιδο; USER: λεπίδα, πτερύγιο, λεπίδας, blade, λάμα

GT GD C H L M O
blades /bleɪd/ = NOUN: λεπίδα, πτερύγιο, ξίφος, λογχοειδές φύλλο, παλάμη κουπίου, λεβεντόπαιδο; USER: λεπίδες, λάμες, πτερύγια, λεπίδων, πτερυγίων

GT GD C H L M O
book /bʊk/ = NOUN: βιβλίο; VERB: εγγράφω; USER: βιβλίο, Κάντε κράτηση, βιβλίου, το βιβλίο, κλείσετε, κλείσετε

GT GD C H L M O
breakthroughs /ˈbreɪk.θruː/ = NOUN: ρήγμα; USER: ανακαλύψεις, ανακαλύψεων, καινοτομίες, άλματα, επιτεύγματα

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
busy /ˈbɪz.i/ = ADJECTIVE: απασχολημένος, κατειλημμένος; VERB: απασχολώ; USER: απασχολημένος, απασχολημένοι, πολυάσχολη, πολυσύχναστη, πολυάσχολο, πολυάσχολο

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
buy /baɪ/ = NOUN: αγορά, ψώνιο; VERB: αγοράζω; USER: αγορά, αγοράζω, αγοράσει, αγοράσετε, αγοράσουν, αγοράσουν

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capital /ˈkæp.ɪ.təl/ = NOUN: κεφάλαιο, πρωτεύουσα, μητρόπολη, κεφάλαιο γράμμα; ADJECTIVE: κύριος, κεφαλαίος, εξαίρετος, κεφαλικός; USER: κεφάλαιο, πρωτεύουσα, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια

GT GD C H L M O
careful /ˈkeə.fəl/ = ADJECTIVE: προσεκτικός, επιμελής; USER: προσεκτικός, προσεκτική, προσεκτικοί, επερχόμενο, είστε προσεκτικοί

GT GD C H L M O
carefully /ˈkeə.fəl.i/ = ADVERB: προσεκτικά; USER: προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεκτική

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changed /tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
cheap /tʃiːp/ = ADJECTIVE: φτηνός, ευτελής, πρόστυχος, ανειλικρινής; USER: φθηνά, cheap, Φτηνές, φθηνή, φθηνό

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
cisco /ˈsɪskəʊ/ = USER: cisco, Η Cisco, της Cisco, τη Cisco

GT GD C H L M O
clearly /ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα; USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα

GT GD C H L M O
clients /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες

GT GD C H L M O
coffee /ˈkɒf.i/ = NOUN: καφές; USER: καφές, καφέ, Coffee, τον καφέ, του καφέ, του καφέ

GT GD C H L M O
combined /kəmˈbaɪn/ = VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω; USER: σε συνδυασμό, συνδυασμό, συνδυάζονται, συνδυάζεται, συνδυαστούν

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
commerce /ˈkɒm.ɜːs/ = NOUN: εμπόριο; USER: εμπόριο, Εμπορίου, Commerce, εμπορικά, το εμπόριο

GT GD C H L M O
commitment /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή

GT GD C H L M O
commodore /ˈkɒm.ə.dɔːr/ = NOUN: ανώτερος αξιωματικός του ναυτικού, αρχιπλοΐαρχος; USER: αρχιπλοΐαρχος, ανώτερος αξιωματικός του ναυτικού, Commodore, Αρχιπλοίαρχος

GT GD C H L M O
common /ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος; NOUN: βοσκότοπος; USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών

GT GD C H L M O
communicate /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
competitive /kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός; USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής

GT GD C H L M O
completely /kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα; USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
computers /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές

GT GD C H L M O
conduct /kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία; VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν

GT GD C H L M O
confront /kənˈfrʌnt/ = VERB: αντιμετωπίζω, αντικρίζω, φέρω αντιμέτωπους; USER: αντιμετωπίσει, αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσουν, αναμετρηθούν

GT GD C H L M O
consistency /kənˈsɪs.tən.si/ = NOUN: συνοχή, συνέπεια, σταθερότητα, πυκνότητα; USER: συνοχή, συνέπεια, συνέπειας, συνεκτικότητα, η συνοχή

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
creates /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
creative /kriˈeɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: δημιουργικός; NOUN: δημιουργός; USER: δημιουργικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικών

GT GD C H L M O
creatively /kriˈeɪ.tɪv/ = USER: δημιουργικά, δημιουργικό, δημιουργική, δημιουργικό τρόπο

GT GD C H L M O
csr = USER: ΕΚΕ, CSR, την ΕΚΕ, της ΕΚΕ, εταιρικής κοινωνικής ευθύνης,

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
cycle /ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα; VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο; USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο

GT GD C H L M O
cycles /ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα; USER: κύκλων, κύκλους, κύκλοι, των κύκλων, τους κύκλους

GT GD C H L M O
d = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
daily /ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά; ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός; NOUN: καθημερινή εφημερίδα; USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
defeat /dɪˈfiːt/ = NOUN: ήττα, ματαίωση, διάψευση; VERB: νικώ, διαψεύδω, ματαιώ, καταβάλλω; USER: ήττα, νικήσει, νικήσουμε, νίκησε, νικήσουν

GT GD C H L M O
dell /del/ = NOUN: λαγκάδα, μικρή και στενή κοιλάδα; USER: dell, Η Dell, της Dell, την Dell, κοιλάδων

GT GD C H L M O
dependency /dɪˈpen.dən.si/ = NOUN: εξάρτηση, κτήση, εξάρτημα, χώρα εξαρτώμενη; USER: εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, την εξάρτηση

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
detail /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: λεπτομέρεια, απόσπασμα; VERB: ξεχωρίζω για υπηρεσία, ορίζω, διηγούμαι λεπτομερώς; USER: λεπτομέρεια, λεπτομερώς, λεπτομέρειες, αναλυτικά, λεπτομερέστερα

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
dimensions /ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος; USER: διαστάσεις, διαστάσεων, τις διαστάσεις, οι διαστάσεις, διάσταση

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
dominant /ˈdɒm.ɪ.nənt/ = ADJECTIVE: κύριος, επικρατών, υπερισχύων; USER: δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, κυρίαρχη, δεσπόζουσας, κυρίαρχο

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
doomed /duːmd/ = ADJECTIVE: καταδικασμένος; USER: καταδικασμένος, καταδικασμένη, καταδικασμένοι, καταδικασμένες, καταδικασμένο

GT GD C H L M O
duration /djʊəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διάρκεια; USER: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
eaten /ˈmɒθˌiː.tən/ = VERB: φάω, τρώγω; USER: τρώγονται, τρώγεται, φάει, καταναλωθεί, καταναλώνονται

GT GD C H L M O
ebay /ˈiːˌbeɪ/ = USER: ebay, το Ebay, eBay Το

GT GD C H L M O
economy /ɪˈkɒn.ə.mi/ = NOUN: οικονομία; USER: οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας

GT GD C H L M O
edge /edʒ/ = NOUN: άκρη, άκρο, χείλος, κόψη; VERB: ακονίζω, προχωρώ βραδέα; USER: άκρο, άκρη, χείλος, κόψη, ακμή

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
enemy /ˈen.ə.mi/ = NOUN: εχθρός; ADJECTIVE: εχθρικός; USER: εχθρός, εχθρό, εχθρού, του εχθρού, τον εχθρό

GT GD C H L M O
energy /ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα; USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
entrepreneurship /ˌɒn.trə.prəˈnɜː.ʃɪp/ = USER: επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικότητα, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος

GT GD C H L M O
envisioning /ɪnˈvɪz.ɪdʒ/ = USER: οραματίζονται, envisioning, οραματίζεται, που οραματίζονται, οραματιζόμενες

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
examine /ɪɡˈzæm.ɪn/ = VERB: εξετάζω, περιεργάζομαι; USER: εξετάσει, εξετάζει, να εξετάσει, εξετάσουν, εξετάζουν

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
excessive /ekˈses.ɪv/ = ADJECTIVE: υπέρμετρος; USER: υπερβολική, υπερβολικού, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική

GT GD C H L M O
existent /ɪɡˈzɪs.tənt/ = ADJECTIVE: υπαρκτός; USER: υπαρκτός, υφίστανται, υφίσταται, ανύπαρκτη, υπάρχουσες

GT GD C H L M O
expensive /ɪkˈspen.sɪv/ = ADJECTIVE: ακριβός, δαπανηρός; USER: ακριβός, δαπανηρός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
factor /ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF; USER: παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο

GT GD C H L M O
factors /ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF; USER: παράγοντες, παραγόντων, παράγοντες που, συντελεστές, τους παράγοντες

GT GD C H L M O
fail /feɪl/ = VERB: αποτυγχάνω, αποτυχαίνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, απορρίπτω, χρεοκοπώ; USER: αποτυγχάνουν, αποτύχουν, αποτύχει, δεν, να αποτύχει

GT GD C H L M O
falsify /ˈfɒl.sɪ.faɪ/ = VERB: νοθεύω, ψευτίζω, πλαστογραφώ; USER: παραποιούν, πλαστογράφηση, παραποιηθούν, πλαστογραφήσει, παραποίηση

GT GD C H L M O
fascinating /ˈfasəˌnāt/ = ADJECTIVE: μαγευτικός, γοητευτικός; USER: συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικά, συναρπαστικές, το συναρπαστικό

GT GD C H L M O
faster /fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
firms /fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, εταιρείες, οι επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forget /fəˈɡet/ = VERB: zapomenout zapomenout

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
fourth /fɔːθ/ = USER: fourth-, fourth; USER: τέταρτος, τέταρτο, τέταρτη, τέταρτου, τέταρτης, τέταρτης

GT GD C H L M O
friend /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
furniture /ˈfɜː.nɪ.tʃər/ = NOUN: έπιπλα; USER: έπιπλα, επίπλων, επίπλωση, τα έπιπλα, έπιπλα από

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
gain /ɡeɪn/ = NOUN: κέρδος, ωφέλεια; VERB: κερδίζω, αποκτώ; USER: κέρδος, αποκτήσουν, κερδίσει, κερδίσουν, αποκτήσει

GT GD C H L M O
generate /ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
giants /ˈdʒaɪ.ənt/ = NOUN: γίγαντας, γίγας; USER: γίγαντες, γιγάντων, γίγαντες της, κολοσσούς, τους γίγαντες

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
green /ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής; NOUN: πρασινάδα; USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
hyper /ˈhaɪ.pər/ = NOUN: υπερπληθωρισμός; USER: Hyper, υπερ, υπερβολικός, υπέρ

GT GD C H L M O
ideas /aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα; USER: ιδέες, ιδεών, τις ιδέες, ιδέες για, οι ιδέες

GT GD C H L M O
ideation = USER: ιδεασμό, ιδεασμός, ιδεασμού, αυτοκτονίας,

GT GD C H L M O
identified /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = ADJECTIVE: αναγνωρισθείς; USER: προσδιορίζονται, που προσδιορίζονται, εντοπιστεί, εντοπίστηκαν, προσδιόρισε

GT GD C H L M O
ikea = USER: ΙΚΕΑ, IKEA

GT GD C H L M O
imitated /ˈimiˌtāt/ = VERB: μιμούμαι; USER: μίμηση, μιμούνταν, μίμησης, μιμήθηκαν, μιμήθηκε"

GT GD C H L M O
imitation /ˌɪm.ɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: απομίμηση, μίμηση, παραποίηση; USER: απομίμηση, μίμηση, απομιμήσεις, μίμησης, απομίμησης, απομίμησης

GT GD C H L M O
implement /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος; VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
implementation /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση; USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
implementing /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση

GT GD C H L M O
importance /ɪmˈpɔː.təns/ = NOUN: σπουδαιότητα, σπουδαιότης; USER: σπουδαιότητα, σημασία, σημασίας, σημαντικό, σημασία που, σημασία που

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inconsistencies /ˌinkənˈsistənsē/ = NOUN: ασυνέπεια; USER: ασυνέπειες, ανακολουθίες, ασυνεπειών, αντιφάσεις, ασυμφωνίες

GT GD C H L M O
incorrect /ˌɪn.kərˈekt/ = ADJECTIVE: ανακριβής, εσφαλμένος; USER: ανακριβής, εσφαλμένος, εσφαλμένη, λανθασμένη, εσφαλμένες

GT GD C H L M O
increases /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; USER: αυξήσεις, οι αυξήσεις, αυξάνει, αυξάνεται, αύξηση

GT GD C H L M O
industries /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανίες, βιομηχανιών, κλάδους, κλάδων, τις βιομηχανίες

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
initiation /ɪˌnɪʃ.iˈeɪ.ʃən/ = NOUN: μύηση, εσαγωγή, κατήχηση; USER: μύηση, έναρξη, την έναρξη, κίνηση, έναρξης

GT GD C H L M O
initiatives /ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία; USER: πρωτοβουλίες, πρωτοβουλιών, τις πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες που, πρωτοβουλίες για

GT GD C H L M O
innovate /ˈɪn.ə.veɪt/ = VERB: καινοτομώ, νεωτερίζω; USER: καινοτομούν, καινοτομεί, καινοτομήσουν, καινοτομίας, καινοτομία

GT GD C H L M O
innovated /ˈinəˌvātiv/ = VERB: καινοτομώ, νεωτερίζω; USER: καινοτόμες, πρωτοποριακή, καινοτομήσει, καινοτομεί, καινοτόμησε"

GT GD C H L M O
innovation /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία

GT GD C H L M O
innovations /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομίες, καινοτομιών, καινοτομίες που, καινοτομία

GT GD C H L M O
innovative /ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος

GT GD C H L M O
innovators /ˈɪn.ə.veɪt/ = NOUN: νεωτεριστής; USER: καινοτόμοι, καινοτόμους, καινοτομίας, νεωτεριστές, καινοτομίες

GT GD C H L M O
instance /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: παράδειγμα, π.χ., περίπτωση, χάριν

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introduced /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισήγαγε, εισάγεται, θεσπίστηκε, εισήχθη, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
invent /ɪnˈvent/ = VERB: εφευρίσκω, επινοώ; USER: εφεύρει, εφεύρουμε, εφευρίσκουν, εφεύρουν, εφευρίσκει

GT GD C H L M O
invented /ɪnˈvent/ = VERB: εφευρίσκω, επινοώ; USER: εφευρέθηκε, εφηύρε, εφεύρει, επινόησε, εφευρεθεί

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
iterative /ˈɪt.ər.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: επαναληπτικός; USER: επαναληπτικός, επαναληπτική, επαναληπτικής, επαναληπτικό, επαναληπτικές

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
itunes /tjuːn/ = USER: itunes, το iTunes, του iTunes

GT GD C H L M O
jobs /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
keeping /ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση; USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
kindle /ˈkɪn.dl̩/ = VERB: ανάπτω, ανάβω, φλογίζω, εξάπτω; USER: ανάβω, Kindle, ανάψει, ανάβει, το Kindle

GT GD C H L M O
knowledge /ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις; USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης

GT GD C H L M O
kodak = NOUN: είδος φωτογραφικής μηχανής; USER: Kodak, της Kodak, η Kodak, την Kodak

GT GD C H L M O
kpis /ˌkeɪ.piːˈaɪ/ = USER: KPIs, δείκτες KPI, ΒΔΕ, βασικούς δείκτες επιδόσεων, ΚΔΕ

GT GD C H L M O
lab /læb/ = NOUN: εργαστήριο; USER: εργαστήριο, Lab, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστήριό

GT GD C H L M O
labs /læb/ = NOUN: εργαστήριο; USER: εργαστήρια, labs, εργαστηρίων, τα εργαστήρια, εργαστήριο

GT GD C H L M O
largest /lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
least /liːst/ = ADVERB: ελάχιστα; ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος; USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το

GT GD C H L M O
left /left/ = ADJECTIVE: αριστερά, αριστερός; USER: αριστερά, έφυγε, μείνει, αφεθεί, άφησε

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
logic /ˈlɒdʒ.ɪk/ = NOUN: λογική; USER: λογική, λογικής, τη λογική, λογικό, η λογική

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looked /lʊk/ = USER: κοίταξε, εξέτασε, φαινόταν, εξέτασαν, έμοιαζε

GT GD C H L M O
lose /luːz/ = VERB: χάνω; USER: χάνουν, χάσετε, χάσουν, χάσει, να χάσουν, να χάσουν

GT GD C H L M O
lowers /ˈləʊ.ər/ = VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω; USER: χαμηλώνει, μειώνει, μειώνει την, μειώνει το, ελαττώνει

GT GD C H L M O
luckily /ˈlʌk.əl.i/ = ADVERB: ευτυχώς

GT GD C H L M O
machines /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων

GT GD C H L M O
major /ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος; NOUN: ταγματάρχης; USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
markets /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών

GT GD C H L M O
match /mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο; VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι; USER: αγώνας, ματς, ταιριάζει, ταιριάζουν, αντιστοιχούν

GT GD C H L M O
merely /ˈmɪə.li/ = ADVERB: απλώς; USER: απλώς, μόνο, απλά, μόνον, απλή

GT GD C H L M O
mind /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε

GT GD C H L M O
misconceptions /mɪskənˈsɛpʃ(ə)n/ = NOUN: παρανόηση, εσφαλμένη αντίληψη, παρεξήγηση; USER: παρανοήσεις, παρερμηνείες, εσφαλμένες αντιλήψεις, παρανοήσεων, τις παρανοήσεις,

GT GD C H L M O
missed /mɪs/ = VERB: χάνω, παραλείπω, αστοχώ, ελλείπω, αποτυχαίνω, ποθώ; USER: αναπάντητες, έχασε, χάσατε, χάσει, χαμένη

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
models /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα

GT GD C H L M O
moment /ˈməʊ.mənt/ = NOUN: στιγμή, σπουδαιότητα, σπουδαιότης; USER: στιγμή, τη στιγμή, παρόν, στιγμή που, παρόντος, παρόντος

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
myths /mɪθ/ = NOUN: μύθος; USER: μύθοι, μύθους, τους μύθους, μύθων, οι μύθοι

GT GD C H L M O
navigation /ˌnæv.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: πλοήγηση, ναυτιλία, ναυσιπλοία, θαλασσοπορία, θαλασσοπλοία, κυβέρνηση σκάφους; USER: πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, αεροναυτιλίας

GT GD C H L M O
nearly /ˈnɪə.li/ = ADVERB: σχεδόν, πλησίον; USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν το, έφτασε, από σχεδόν

GT GD C H L M O
necessarily /ˈnes.ə.ser.ɪl.i/ = ADVERB: αναγκαίως, κατ' ανάγκη; USER: κατ 'ανάγκη, αναγκαίως, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
newsweek = USER: Newsweek, περιοδικό Newsweek, το Newsweek, το περιοδικό Newsweek

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
nobody /ˈnəʊ.bə.di/ = PRONOUN: κανείς, μηδαμινότητα; NOUN: μηδενικό; USER: κανείς, κανείς δεν, κανένας, κανένας δεν, κανένα, κανένα

GT GD C H L M O
nokia = USER: nokia, το Nokia, της Nokia

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
nothing /ˈnʌθ.ɪŋ/ = PRONOUN: τίποτα, τίποτε; USER: τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία, καμία

GT GD C H L M O
novel /ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία; ADJECTIVE: νέος, καινοφανής; USER: μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
obscenely /əbˈsiːn/ = ADVERB: αισχρά; USER: αισχρά, προκλητής, προκλητικά, πρόστυχα, obscenely

GT GD C H L M O
oct /ɒkˈtəʊ.bər/ = USER: Οκτώβριος, Οκτώβριο, Οκτώβρης, Οκτ., Οκτ

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
oliver = USER: oliver, Όλιβερ, Ο Oliver, τον Oliver, ο Όλιβερ

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
opportunities /ˌäpərˈt(y)o͞onitē/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
organisational /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = ADJECTIVE: οργανωτικός; USER: οργανωτικός, οργανωτική, οργανωτικές, οργανωτικής, οργανωτικά

GT GD C H L M O
organizational /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = ADJECTIVE: οργανωτικός; USER: οργανωτικός, οργανωτική, οργανωτικές, οργανωτικής, οργανωτικά

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
overcome /ˌəʊ.vəˈkʌm/ = VERB: καταβάλλω, υπερισχύω, κατανικώ; USER: ξεπεραστούν, ξεπεραστεί, ξεπεράσει, να ξεπεραστούν, ξεπεράσουν

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particularly /pə(r)ˈtikyələrlē/ = ADVERB: λεπτομερώς, ιδιαιτερώς; USER: ιδιαίτερα, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως, ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως

GT GD C H L M O
past /pɑːst/ = NOUN: το παρελθόν; PREPOSITION: μετά; ADVERB: πέραν; ADJECTIVE: παρελθών, περασμένος; USER: το παρελθόν, μετά, παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος

GT GD C H L M O
path /pɑːθ/ = NOUN: μονοπάτι, δρόμος, ατραπός; USER: μονοπάτι, δρόμος, διαδρομή, πορεία, διαδρομής

GT GD C H L M O
pattern /ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι; VERB: αντιγράφω, απομιμούμαι; USER: πρότυπο, υπόδειγμα, μοτίβο, σχέδιο, προτύπου

GT GD C H L M O
patterns /ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι; USER: πρότυπα, μοτίβα, τα πρότυπα, σχέδια, σχήματα

GT GD C H L M O
perceived /pəˈsiːv/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διορώ; USER: αντιληπτή, αντιληπτό, αντιλαμβάνονται, αντιληπτές, θεωρείται

GT GD C H L M O
personal /ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός; USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά

GT GD C H L M O
pervasive /pəˈveɪ.sɪv/ = ADJECTIVE: διαχυτικός, διαβρωτικός, διαπεραστικός; USER: διάχυτη, διάχυτες, διαδεδομένο, κυρίαρχο, διαδεδομένη

GT GD C H L M O
phase /feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις; USER: φάση, φάσης, στάδιο, φάσεως, φάση της

GT GD C H L M O
pilot /ˈpaɪ.lət/ = NOUN: πιλότος, πλοηγός; VERB: οδηγώ, πηδαλιουχώ; ADJECTIVE: πηδαλιούχος; USER: πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτική, πιλοτικών

GT GD C H L M O
pioneers /ˌpaɪəˈnɪər/ = NOUN: πρωτοπόρος, σκαπανεύς; USER: πρωτοπόρους, πρωτοπόροι, πρωτοπόρων, πρωτεργάτες, πρωτοπόρες

GT GD C H L M O
pitfalls /ˈpɪt.fɔːl/ = NOUN: παγίς; USER: παγίδες, τις παγίδες, παγίδες που, παγίδων

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
polaroid /ˈpəʊ.lər.ɔɪd/ = USER: polaroid, πολαροειδής, πολαρόιντ

GT GD C H L M O
possibly /ˈpɒs.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανόν; USER: πιθανώς, πιθανόν, ενδεχομένως, ίσως

GT GD C H L M O
prices /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμές, οι τιμές, τιμών, τις τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
printers /ˈprɪn.tər/ = NOUN: εκτυπωτής, τυπογράφος; USER: εκτυπωτές, εκτυπωτών, τους εκτυπωτές, Printers, εκτυπωτές που

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
production /prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση; USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
prof /prɒf/ = USER: prof, καθ., καθηγ, Ο καθηγητής, καθηγητής

GT GD C H L M O
profound /prəˈfaʊnd/ = ADJECTIVE: βαθύς, εμβριθής, βαθυστόχαστος, περισπούδαστος; USER: βαθύς, βαθιά, βαθιές, βαθύ, βάθος

GT GD C H L M O
proposition /ˌprɒp.əˈzɪʃ.ən/ = NOUN: πρόταση, δήλωση; USER: πρόταση, πρότασης

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
qualitative /ˈkwäləˌtātiv/ = ADJECTIVE: ποιοτικός; USER: ποιοτικός, ποιοτική, ποιοτικών, ποιοτικά, ποιοτικές

GT GD C H L M O
quantitative /ˈkwäntəˌtātiv/ = ADJECTIVE: ποσοτικός; USER: ποσοτικός, ποσοτικών, ποσοτικά, ποσοτική, ποσοτικούς

GT GD C H L M O
questions /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα

GT GD C H L M O
radical /ˈræd.ɪ.kəl/ = NOUN: ρίζα, ριζοσπάστης, μαθηματική ρίζα; ADJECTIVE: ριζοσπαστικός, ριζικός; USER: ρίζα, ριζοσπαστικός, ριζοσπάστης, ριζικός, ριζική

GT GD C H L M O
razor /ˈreɪ.zər/ = NOUN: ξυράφι, ξυριστική μηχανή, ξυριστής; USER: ξυράφι, ξυριστική μηχανή, ξυραφιού, ξυριστικής μηχανής, ξυραφιών

GT GD C H L M O
razors = NOUN: ξυράφι, ξυριστική μηχανή, ξυριστής; USER: ξυράφια, ξυριστικές μηχανές, ξυραφάκια, λεπίδων, ξυραφιών,

GT GD C H L M O
ready /ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος; USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα

GT GD C H L M O
recombine /ˌrēkəmˈbīn/ = USER: επανασυνδέονται, επανασυνδυάζουν, ανασυνδυάζονται, επανασυνδυάζονται, ανασυνδυαστούν

GT GD C H L M O
redefined /ˌrēdəˈfīn/ = USER: επαναπροσδιορίζεται, επαναπροσδιόρισε, επαναπροσδιοριστούν, επαναπροσδιοριστεί, επαναπροσδιορισμό

GT GD C H L M O
reduces /rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω; USER: μειώνει, μειώνει την, μειώνει το, μειώνει τις, περιορίζει

GT GD C H L M O
refined /rɪˈfaɪnd/ = ADJECTIVE: εξευγενισμένος, λεπτός, ραφινάτος, εκκαθαρισμένος; USER: εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εξευγενισμένο, εκλεπτυσμένο, διύλισης

GT GD C H L M O
regarding /rɪˈɡɑː.dɪŋ/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη; VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ; USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά την, όσον αφορά, για

GT GD C H L M O
reinvent /ˌriː.ɪnˈvent/ = USER: επανεφεύρουμε, επανεφεύρει, ανακαλύψουμε εκ νέου, επανεφεύρουν, ανακαλύψουμε

GT GD C H L M O
reinventing /ˌriː.ɪnˈvent/ = USER: επανεφεύρεση, ανακαλύπτουμε, επανεφευρίσκει, επαναπροσδιορίζει, επανεφεύρεση της

GT GD C H L M O
remember /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε

GT GD C H L M O
rent /rent/ = NOUN: ενοίκιο, μίσθωμα, νοίκι, σχίσιμο, σχίσμα; VERB: νοικιάζω, ενοικιάζω, ενοικιάζομαι, μισθώνω; USER: ενοίκιο, μίσθωμα, ενοικίαση, νοικιάσετε, νοικιάσουν

GT GD C H L M O
requires /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
resistance /rɪˈzɪs.təns/ = NOUN: αντίσταση, αντοχή; USER: αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
responsibility /riˌspänsəˈbilətē/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη

GT GD C H L M O
responsible /riˈspänsəbəl/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος; USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι

GT GD C H L M O
rethink /ˌriːˈθɪŋk/ = VERB: ξανασκέφτομαι; USER: επανεξετάσουμε, ξανασκεφτούμε, επανεξετάσουν, ξανασκεφτεί, αναθεωρήσουμε

GT GD C H L M O
return /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή

GT GD C H L M O
revenue /ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος; USER: έσοδα, Τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από

GT GD C H L M O
revolution /ˌrev.əˈluː.ʃən/ = NOUN: επανάσταση, περιστροφή; USER: επανάσταση, περιστροφή, επανάστασης, περιστροφής, επανάσταση του

GT GD C H L M O
revolutionise = VERB: φέρνω επανάσταση; USER: φέρει επανάσταση, την επανάσταση, ξεσηκώσει, να φέρει επανάσταση, φέρει την επανάσταση,

GT GD C H L M O
revolutionised /ˌrev.əˈluː.ʃən.aɪz/ = VERB: φέρνω επανάσταση; USER: επανάσταση, ξεσηκώσει, ξεσήκωσε, έφερε την επανάσταση, έφερε επανάσταση

GT GD C H L M O
revolutionize /ˌrev.əˈluː.ʃən.aɪz/ = VERB: φέρνω επανάσταση; USER: επανάσταση, φέρει επανάσταση, ξεσηκώσει, φέρει επανάσταση στην, φέρει την επανάσταση

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
series /ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά; USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
serving /ˈsɜː.vɪŋ/ = NOUN: σερβίρισμα, έκτιση; USER: σερβίρισμα, εξυπηρετούν, σερβίρει, που εξυπηρετούν, που σερβίρει, που σερβίρει

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
short /ʃɔːt/ = ADJECTIVE: μικρός, κοντός, βραχύς, ελλιπής; USER: μικρός, μικρή, σύντομο, σύντομη, μικρής

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
shoulders /ˈʃəʊl.dər/ = NOUN: ώμος; VERB: θέτω εις τον ώμον, φέρω εις τον ώμον, αναλαμβάνω, επωμίζομαι; USER: ώμους, τους ώμους, ώμοι, στους ώμους, ωμοπλάτες

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
soft /sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακός, απαλός; USER: μαλακός, μαλακό, μαλακά, μαλακή, μαλακών

GT GD C H L M O
spins /spin/ = NOUN: περιστροφική κίνηση; USER: περιστροφές, γυρίσματα, περιστροφών, γυρισμάτων, σπιν

GT GD C H L M O
sponsorship /ˈspɒn.sər/ = NOUN: αιγίδα, αναδοχή, κουμπαριά, εγγύηση, προστασία; USER: αιγίδα, χορηγία, χορηγίας, χορηγίες, τη χορηγία

GT GD C H L M O
standing /ˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: διαρκής, μόνιμος, ακάθιστος, ιστάμενος; NOUN: στάση, θέση, ορθοστασία, διάρκεια; USER: διαρκής, θέση, στάση, ακάθιστος, στέκεται

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
stay /steɪ/ = NOUN: διαμονή, παραμονή, στήριγμα, σταμάτημα; VERB: μένω, στέκομαι, διαμένω, σταματώ, αναβάλλω, αντέχω; USER: διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει

GT GD C H L M O
stems /stem/ = NOUN: στέλεχος, μίσχος, κορμός, κοτσάνι, πρώρα πλοίου; VERB: αναχαιτίζω, ανακόπτω, αντικρούω; USER: πηγάζει, απορρέει, προέρχεται, οφείλεται, προκύπτει

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
store /stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό; VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει

GT GD C H L M O
structured /ˈstrʌk.tʃəd/ = ADJECTIVE: δομημένος; USER: δομημένος, δομημένη, δομημένο, διαρθρωμένη, διαρθρωμένο

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suddenly /ˈsʌd.ən.li/ = ADVERB: ξαφνικά, αιφνίδια, αίφνης, έξαφνα; USER: ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνίδια, αίφνης

GT GD C H L M O
supermarket /ˈsuː.pəˌmɑː.kɪt/ = NOUN: σουπερμάρκετ, υπεραγορά, μέγα παντοπωλείο αυτοεξυπηρέτησης; USER: σουπερμάρκετ, υπεραγορά, σούπερ μάρκετ, supermarket

GT GD C H L M O
syndrome /ˈsɪn.drəʊm/ = NOUN: σύνδρομο; USER: σύνδρομο, συνδρόμου, το σύνδρομο, σύνδρομο του, του συνδρόμου

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
target /ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος; USER: στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
ten /ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα; USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα

GT GD C H L M O
term /tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία; VERB: ονομάζω; USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας

GT GD C H L M O
test /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
themselves /ðəmˈselvz/ = PRONOUN: εαυτούς; USER: εαυτούς, ίδιοι, τους, οι ίδιοι, ίδιες

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
therefore /ˈðeə.fɔːr/ = ADVERB: επομένως, ως εκ τούτου, άρα, όθεν; USER: ως εκ τούτου, επομένως, άρα, συνεπώς, συνέπεια

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thing /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
though /ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι; USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
tomorrow /təˈmɒr.əʊ/ = ADVERB: αύριο; USER: αύριο, αύριο το, αυριανή, του αύριο

GT GD C H L M O
tomtom = USER: TomTom, ταμ, το TomTom, της TomTom, την TomTom,

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
total /ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα; ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος; VERB: συμποσούμαι, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό

GT GD C H L M O
trade /treɪd/ = NOUN: εμπόριο, τέχνη; VERB: ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι; USER: εμπόριο, συναλλαγές, το εμπόριο, εμπορίου, εμπορικές, εμπορικές

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
transformed /trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω; USER: μετασχηματίζεται, μετασχηματίζονται, μεταμορφωθεί, μετατραπεί, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
try /traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω; NOUN: δοκιμή, προσπάθεια; USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε

GT GD C H L M O
twitter /ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα; VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι; USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
undisputed /ˌəndiˈspyo͞otid/ = ADJECTIVE: ανεύρετος, μη ανακαλυφθείς; USER: αδιαφιλονίκητος, αμφισβητείται, αδιαμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητο, αδιαμφισβήτητο

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
verify /ˈver.ɪ.faɪ/ = VERB: επαληθεύω, επιβεβαιώ, επικυρώ; USER: επαληθεύει, επαλήθευση, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ελέγχει

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
virtually /ˈvɜː.tju.ə.li/ = ADVERB: πρακτικώς, κατ' ουσίαν; USER: πρακτικώς, σχεδόν, ουσιαστικά, πρακτικά, σχεδόν σε

GT GD C H L M O
watch /wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης; VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
wheel /wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα; VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς; USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whereas /weərˈæz/ = ADVERB: ενώ, εφ' όσον; CONJUNCTION: επειδή; USER: ενώ, λαμβάνοντας υπόψη ότι, Εκτιμώντας τα ακόλουθα, εκτιμώντας ότι, υπόψη ότι, υπόψη ότι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whose /huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH; USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
wolves /wʊlf/ = NOUN: λύκοι; USER: λύκοι, Γουλβς, λύκους, Γούλβς, λύκων

GT GD C H L M O
wondered /ˈwʌn.dər/ = VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι; USER: αναρωτήθηκε, Αναρωτηθήκατε, αναρωτηθεί, αναρωτήθηκαν, αναρωτιόταν

GT GD C H L M O
words /wɜːd/ = NOUN: λόγια; USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
wrap /ræp/ = NOUN: κάλυμμα, μπέρτα, περιώμιο; VERB: συσκευάζω, τυλίσσω, περιτυλίσσω; USER: τυλίξτε, τυλίξει, τυλίγετε, τυλίξετε, τυλίγουμε

GT GD C H L M O
wrong /rɒŋ/ = NOUN: κακό, άδικο, λανθασμένος, αδίκημα; ADJECTIVE: εσφαλμένος, άδικος; VERB: αδικώ; USER: λανθασμένος, κακό, εσφαλμένος, άδικο, λάθος, λάθος

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yes /jes/ = INTERJECTION: Ναί!; USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

454 words